- προειδῇ
- προειδῇ , πρόοιδαknow beforehandperf subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόοιδα — Α 1. γνωρίζω καλά εκ τών προτέρων (α. «ἐὰν μὴ προειδῇ περὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν», Πλάτ. β. «τὸν καιρὸν ὃν οὐ προῄδειν ἐσόμενον», Ισοκρ.) 2. φρ. «ἐξ οὐ προειδότος» απροσδόκητα, απρόβλεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἶδα «γνωρίζω»] … Dictionary of Greek